- ζαλίζω
- ζαλίζω, ζάλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ζαλίζω — (Μ ζαλίζω) [ζάλη] 1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί») 2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του») 3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω 4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον 5. παθ. ζαλίζομαι και ουμαι α)… … Dictionary of Greek
ζαλίζω — ζάλισα, ζαλίστηκα, ζαλισμένος 1. προκαλώ ζάλη σε κάποιον: Τον ζαλίζει το λεωφορείο. 2. ενοχλώ: Μη με ζαλίζεις με τις ερωτήσεις σου. 3. συνταράσσω: Τον ζάλισε η ομορφιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζάλιστος — η, ο [ζαλίζω] αυτός που δεν είναι ζαλισμένος, που δεν αισθάνεται ζάλη … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
αντιλάμπω — (AM ἀντιλάμπω) ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζω αρχ. μσν. συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιον αρχ. 1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου 2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον 3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς … Dictionary of Greek
βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… … Dictionary of Greek
γανώνω — (I) (AM γανόω, ῶ) κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο μσν. νεοελλ. (μτχ.) γανωμένος μεθυσμένος νεοελλ. 1. εξαπατώ, παραπείθω 2. ταλαιπωρώ, ζαλίζω («μού γάνωσε το κεφάλι») αρχ. 1. κάνω κάτι να λάμπει 2 … Dictionary of Greek
δραλίζω — (Μ δραλίζω και δραλῶ και τραλίζω) αντραλίζω, ζαλίζω … Dictionary of Greek
ζάλισις — και ζάλιση, ἡ (Μ) [ζαλίζω] ζαλάδα, ταραχή, σκοτοδίνη, ζάλη … Dictionary of Greek
ζάλισμα — το [ζαλίζω] ζαλάδα, σκοτοδίνη … Dictionary of Greek